ἔφθασε

ἔφθασε
φθάνω
come
aor ind act 3rd sg
φθάζω
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • αμεσουράνητος — η, ο [μεσουρανώ] 1. (για ουράνια, σώματα) αυτός που δεν μεσουράνησε, που δεν έφθασε στο μέσο τού ουρανού, στον μεσημβρινό 2. αυτός που δεν έφθασε ακόμη στο ανώτατο σημείο τής επιτυχίας, τής δόξας, τής ακμής …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

  • μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… …   Dictionary of Greek

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • Μόσχα — (ρωσ. Moskva). Πόλη (8.305.000 το 2000) και πρωτεύουσα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (47.000 τ. χλμ.). Βρίσκεται χτισμένη σε μια λοφώδη περιοχή, σχεδόν στο γεωγραφικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, στις όχθες του ποταμού …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Μαγυάρος — ο στον πληθ. οι Μαγυάροι φιννοουγγρικός λαός που ζει κατά το μεγαλύτερο μέρος του στη Δημοκρατία τής Ουγγαρίας, εισέβαλε στην κοιλάδα τού Δούναβη τον 9ο αιώνα και έφθασε ώς τη Γαλλία, ήλθε σε επιμιξία με τους Σλάβους και τους Γερμανούς και… …   Dictionary of Greek

  • Μαράν αθά — Μαράν ἀθὰ και Μαραναθά (Α) (συριακή φράση) ο Κύριος έχει έλθει ή έφθασε («εἲ τις οὐ φιλεῑ τὸν Κύριον..., ἤτω ἀνάθεμα μαρὰν ἀθά», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • Παλλαντίδες — Κατά τη μυθολογία, οι 50 γιοι του Πάλλαντα, γιου του Πανδίονα, αδελφού του Αιγέα. Όταν ο Αιγέας έστειλε τον Θησέα στον Μινώταυρο της Κρήτης, οι Π. άρχισαν να ελπίζουν ότι μετά τον θάνατο του Αιγέα, που θα έμενε πλέον άτεκνος, θα κληρονομούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”